πνεύματ'

πνεύματ'
πνεύ̱ματα , πνεῦμα
blast
neut nom/voc/acc pl
πνεύ̱ματι , πνεῦμα
blast
neut dat sg
πνεύ̱ματε , πνεῦμα
blast
neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοιλιώδης — κοιλιώδης, ῶδες (AM) αυτός που μοιάζει με κοιλιά, αυτός που έχει σχήμα κοιλιάς («ὑποδοχαὶ κοιλιώδεις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + κατάλ. ώδης (πρβλ. πνευματ ώδης, σωματ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • κορασιώδης — κορασιώδης, ῶδες (Α) αυτός που αρμόζει σε κοράσια, κοριτσίστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράσιον + κατάλ. ώδης (πρβλ. κυματ ώδης, πνευματ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • πνευμονίας — ὁ, Α αυτός που ανήκει στους πνεύμονες («πνευμονίαι λοβοί», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμων, ονος + κατάλ. ίας (πρβλ. πνευματ ίας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”